- μηνιάτικο
- salaire
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μηνιάτικο — το ο μισθός ενός μήνα, το μηναίο: Θα εξοφλήσω τους λογαριασμούς μόλις πάρω το μηνιάτικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μηνιάτικος — η, ο 1. ο μηνιαίος 2. το ουδ. ως ουσ. το μηνιάτικο α) ενοίκιο ή μίσθωμα ενός μήνα («χρωστάει δύο μηνιάτικα») β) ο μισθός τον οποίο παίρνει κάποιος κάθε μήνα («το μηνιάτικο δεν μού φτάνει για να πληρώσω όλους τους λογαριασμούς»). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
μηναίος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με σπαθί. Η μνήμη του τιμάται στις 29 Οκτωβρίου. 2. Μ. ή Μιννέος. Ήταν ζηλωτής και καταγόταν από την Πέργη της Παμφιλίας. Επειδή κατέστρεψε μαζί με άλλους ομοϊδεάτες του τον ναό της Άρτεμης … Dictionary of Greek
μηναιάζω — και μηνιάζω (Μ) προσλαμβάνω κάποιον για έναν μήνα ή για έναν χρόνο ή πληρώνω κάποιον για έναν μήνα ή για έναν χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηναῖο(ν) «μηνιάτικο» + κατάλ. άζω] … Dictionary of Greek
μηνιαίος — α, ο (ΑΜ μηνιαῑος, α, ον, Α θηλ. και μηνιαῑος) [μήν] 1. αυτός που συμβαίνει, γίνεται ή εμφανίζεται κάθε μήνα (α. «μηνιαίο περιοδικό» β. «περίοδον μηνιαίαν», Στράβ.) 2. αυτός που διαρκεί έναν μήνα ή αυτός που αντιστοιχεί σε έναν μήνα («μηνιαία… … Dictionary of Greek
(ε)βδομαδιάτικος — η, ο 1. εβδομαδιαίος (βλ. λ.). 2. το ουδ. ως ουσ., (ε)βδομαδιάτικο μισθός μιας εβδομάδας (πρβλ. μηνιάτικο). βδομαδιάτικος η, ο 1. αυτός που αναφέρεται στη χρονική περίοδο μιας εβδομάδας, ο εβδομαδιαίος: Κάθε Τρίτη πρωί έχουμε τη βδομαδιάτικη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μηναίο — το 1. ο μισθός ή το μίσθωμα ενός μήνα, το μηνιάτικο: Σήμερα παίρνω το μηναίο μου και θα μπορέσω να πληρώσω το νοίκι. 2. το εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τις θρησκευτικές ακολουθίες κάθε μήνα, το μηνολόγιο: Τα δώδεκα μηναία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)